- στερροβόας
- ὁ, Α(δ. γρφ·) βλ. στερεοβόας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στερεοβόας — και στερροβόας, ὁ, Α αυτός που έχει δυνατή φωνή, μεγαλόφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός / στερρός + βόας (< βοῶ), πρβλ. μεγαλο βόας] … Dictionary of Greek